πύξου

πύξου
πύξος
box
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… …   Dictionary of Greek

  • πυξίδιο — το / πυξίδιον, ΝΑ [πυξίον/ πυξίς, ίδος] νεοελλ. βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. φραγμόλυτη κάψα ή ασκόκαψα αρχ. 1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου 2. μικρό κιβώτιο από ξύλο πύξου …   Dictionary of Greek

  • πύξινος — η, ο / πύξινος, ίνη, ον, ΝΑ, και πυξίνεος, έα, ον, Α ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.) αρχ. 1. κίτρινος όπως το ξύλο τής πύξου, ωχρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον πινακίδα από πύξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» +… …   Dictionary of Greek

  • БУКСЕНТУМ —    • Buxentum,          Βούξεντον, первоначально Πυξου̃ς, н. Policastro при реке Busento, город в Лукании, при мысе того же имени, в северном углу Теринейского залива, основанный Микифом, тираном Мессаны, в 467 г. до Р. X., а с 195 г. римская… …   Реальный словарь классических древностей

  • έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… …   Dictionary of Greek

  • παράπυξος — ον, Α επικαλυμμένος με λεπτές σανίδες πύξου («παράπυξος κλίνη», Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πυξός (πρβλ. ονό πυξος)] …   Dictionary of Greek

  • πυξίζω — Α [πύξος] έχω το κίτρινο χρώμα τού ξύλου τής πύξου …   Dictionary of Greek

  • πυξίο — το / πυξίον, ΝΑ [πύξος] νεοελλ. η μικρή, συνήθως ξύλινη πινακίδα πάνω στην οποία βάζουν τα χρώματα οι ζωγράφοι, η παλέτα αρχ. 1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου 2. κατάλογος γραμμένος σε πινακίδα 3. υποδιαίρεση, τμήμα …   Dictionary of Greek

  • πυξινόπους — ουν, Α (για έπιπλο) αυτός που έχει πόδια από ξύλο πύξου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξινος + πούς, ποδός] …   Dictionary of Greek

  • πυξογραφώ — έω, Α γράφω ή ζωγραφίζω σε πινακίδα από ξύλο πύξου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + γραφῶ (< γράφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”